Η πρόωρη γέννηση είναι γνωστό ότι αποτελεί επιβραδυντικό παράγοντα για την ομαλή αναπτυξιακή εξέλιξη ενός παιδιού. Εντούτοις, έρευνες καταδεικνύουν πως πρόωρα νεογνά τα οποία λαμβάνουν παρέμβαση βασισμένη σε νευροαναπτυξιακές προσεγγίσεις σημειώνουν καλύτερα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα.
Μεταγεννητικά, ένα νεογνό εκτίθεται σε ένα στρεσογόνο περιβάλλον καθώς υπάρχει ανωριμότητα του κεντρικού νευρικού συστήματος και η προσαρμογή του είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Όπως όλη η διεπιστημονική ομάδα που υποστηρίζει ένα νεογνό, έτσι και ο εργοθεραπευτής σεβόμενος τη δυσκολία της αισθητηριακής του ρύθμισης καλείται, μέσω της παρέμβασής του, να ενθαρρύνει την ηρεμία, την ασφάλεια του και την ικανότητα του να αλληλεπιδράσει με το ανθρώπινο περιβάλλον. Σκοπός του είναι να κατευθύνει την οικογένεια στη δημιουργία μιας ρουτίνας στη καθημερινότητα του νεογνού, όπως η εκπαίδευση προς τη διαδικασία της σίτισης, οι κύκλοι του ύπνου, η δραστηριοποίηση ή η ανταπόκριση σε απτικά και οπτικοακουστικά ερεθίσματα. Είναι σημαντική η υπόδειξη των κατάλληλων θέσεων οι οποίες είναι ζωτικής σημασίας για το μωρό και η τροποποίηση ή η ενίσχυση του περιβάλλοντος με ερεθίσματα που θα ενθαρρύνουν την ανάπτυξη των αισθήσεων και των δεξιοτήτων όπως η βλεμματική επαφή, ο συντονισμός μάτι-χέρι. Μέσω της αφής, του θετικού αγγίγματος, των χειρισμών που προσφέρουν καλύτερη αντίληψη του σώματος και ασφάλεια ενάντια στη βαρύτητα, ο εργοθεραπευτής συμμαχεί με τους γονείς στην βέλτιστη εξελικτική πορεία ενός μωρού.
Σε αυτή την ηλικία, η αίσθηση της αφής είναι πιο σημαντική ως πηγή συναισθηματικής ικανοποίησης. Οι αισθήσεις από την υγρή πάνα κάνουν το βρέφος να νιώθει άβολα, ενώ το άγγιγμα του χεριού της μητέρας του είναι παρήγορο. Ωστόσο, το βρέφος δεν μπορεί να προσδιορίσει που ακριβώς είναι το άγγιγμα, επειδή ο εγκέφαλός του δεν μπορεί να διαφοροποιήσει ένα σημείο από το άλλο. To άγγιγμα μεταξύ του βρέφους και της μητέρας είναι σημαντικό για την ανάπτυξη του εγκεφάλου και την ανάπτυξη του δεσμού μητέρας με παιδί. To προστατευτικό άγγιγμα και οι ρυθμικές κινήσεις είναι σημαντικά στην πρώιμη ανάπτυξη.
Κάθε βρέφος σταδιακά όλο και αναπτύσσεται κατακτώντας ορόσημα σε κάθε ηλικία. Έρευνες αναφέρουν πως η ανωριμότητα των πρόωρων νεογνών είναι άμεσα συνδεδεμένη με μειωμένες βαθμολογίες γνωστικών δοκιμασιών στη σχολική ηλικία. Τα παιδιά τα οποία γεννήθηκαν πρόωρα διατρέχουν κίνδυνο για μειωμένη βαθμολογίες γνωστικής δοκιμασίας και η ανωριμότητα τους κατά τη γέννηση είναι ευθέως ανάλογη με τις μέσες γνωστικές βαθμολογίες σε σχολική ηλικία. Πρόωρα νεογέννητα εκδηλώνουν, επίσης, αυξημένες περιπτώσεις παιδιών με ΔΕΠΥ. Ωστόσο, ενώ αποτελέσματα των παιδιών σχολικής ηλικίας που γεννήθηκαν πρόωρα έχουν αναφερθεί και καταγραφεί εκτενώς, πολλές από αυτές τις μελέτες έχουν μεθοδολογικά ατέλειες που αποκλείουν μια ακριβή εκτίμηση των μακροπρόθεσμων αποτελεσμάτων της απόρροιας από τη προωρότητα, καθώς σημαντικό ρόλο έχουν τα εισερχόμενα ερεθίσματα για κάθε παιδί από το περιβάλλον, την οικογένεια, τη ποιότητα των θεραπευτικών παρεμβάσεων των οποίων δέχθηκε και άλλοι αστάθμητοι παράγοντες.
Η εργοθεραπευτική παρέμβαση, μπορεί να βοηθήσει ένα βρέφος μέσω του παιχνιδιού να αναπτύξει δεξιότητες αισθητικοκινητικές, γνωστικές και ψυχοκοινωνικές. Ακόμη, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, είναι απαραίτητη η συνεχής παρακολούθηση και επαναξιολόγηση της ψυχοκινητικής εξέλιξης ενός μωρού με προωρότητα, μέχρι και τη σχολική ηλικία.
Σύνδρομο χρόνιας κόπωσης (Chronic Fatigue Syndrome, CFS) ή μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα είναι μια κατάσταση η οποία συνεπάγεται με σοβαρή σωματική εξάντληση, γνωστικές δυσκολίες, σχολικές και επαγγελματικές απώλειες, διαταραχή των κοινωνικών δραστηριοτήτων και των διαπροσωπικών σχέσεων (Taylor et al, 2010).
Ο σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να αναδείξει την σημασία της εργοθεραπευτικής παρέμβασης σε ενηλίκους με CFS, οι οποίοι χρήζουν διατήρηση του αισθήματος ανεξαρτησίας, κίνητρο για εμπλοκή σε βασικές δραστηριότητες καθημερινής ζωής, και στόχο να ανακτήσουν βραχυπρόθεσμα το μέγιστο επίπεδο λειτουργικότητας τους (Hughes, 2009).
Η μέθοδος της έρευνας βασίζεται σε βιβλιογραφική ανασκόπηση άρθρων που ερευνούν την αποκατάσταση ενηλίκων με σύνδρομο CFS. Τα άρθρα αναφέρονται σε ενηλίκους οι οποίοι συμμετείχαν σε εργοθεραπευτικό πρόγραμμα και σε ενηλίκους που δεν ακολούθησαν το πρόγραμμα (Taylor et al 2010, Hughes 2009, Cox 2000).
Μελετώντας την σχετική βιβλιογραφία των άρθρων διαπιστώθηκε πως οι ενήλικες με CFS οι οποίοι συμμετείχαν σε εργοθεραπευτικό πρόγραμμα, είχαν καλύτερο επίπεδο ποιότητας ζωής και ομαλή επανένταξη στον εργασιακό τομέα σε σύγκριση με αυτούς που δεν παρακολούθησαν εργοθεραπευτικό πρόγραμμα (Cox, 2000). Επιπλέον έχει παρατηρηθεί ότι οι ενήλικες οι οποίοι εμπλέκονται σταδιακά σε κλιμακούμενης δυσκολίας δραστηριότητες παρουσιάζουν βελτίωση της κλινικής τους εικόνας και δημιουργία ρουτίνας στη καθημερινότητα, σε αντίθεση με εκείνους που εμπλέκονται σε πιο σύνθετες δραστηριότητες χωρίς περιορισμούς, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν μεγαλύτερη κινητική αδυναμία και επιβάρυνση της κλινικής τους κατάστασης (Hughes, 2009).